Ξύπνησα στην αγκαλιά της θέρμης του κορμιού μου κι άκουγα
την καταιγίδα να γλεντάει τον καταιγισμό της στη χειμωνιάτικη σκοτεινιά
όμως το αυτί μου, όπως κάνει πάντα στη λαγοκοιμισμένη μέθη μου,
έπιασε δουλειά, να μεταφράσει τις παρεμβολές της χλαπαταγής,
ερμηνεύοντας τα αέρινα φωνήεντα και τα υδάτινα σύμφωνα
σε ένα ερωτικό τραγούδι συνταιριασμένο για το Δικό σου Όνομα.
Δεν πήγαινε στα δικά μου γλωσσικά γούστα, όμως έστω κι έτσι,
μάλλον άτσαλα και τραχιά, το τραγούδι ήθελε να σε παινέψει,
αναγνώριζε σ’ εσένα το θείο γέννημα της Σελήνης και του Ζέφυρου·
είχες δυνάμεις που δαμάζουν πραγματικά και φανταστικά τέρατα,
κι υμνούσε την επιμονή σου να βρίσκεσαι σε μιαν ορεινή χώρα,
αλλού πράσινη επίτηδες κι αλλού γαλάζια για καλή τύχη.
Ήταν φωνακλάδικο τραγούδι που με βρήκε ολομόναχο
και μου ξανάφερε μια μέρα παράξενης βαριάς σιωπής
που ακόμα κι ένα φτάρνισμα ακουγόταν ένα μίλι μακριά, με πήρε
στην κορφή της λάβας δίπλα σου, σε μια στιγμή άχρονη όσο η ματιά
σ’ ένα τριαντάφυλλο, σπάνιο ακριβώς σαν την παρουσία σου,
τόσο αλλοτινή, τόσο πολύτιμη, τόσο απόλυτα εδώ.
Και όλο αυτό σε μια στιγμή που δυστυχώς πολύ συχνά
ένας είρωνας διάβολος με ενοχλεί ζητώντας κομψά αγγλικά,
προβλέποντας έναν κόσμο όπου κάθε αγιασμένος τόπος
είναι θαμμένος στην άμμο όπως το συνηθίζουν στο Τέξας,
γιατί πήραν λάθος πληροφορίες απ’ τους ξεναγούς
κι οι ευγενείς καρδιές χάθηκαν σαν θρησκευτικές ιδεολογίες.
Κοιμήθηκα όλο το πρωινό με ευγνωμοσύνη δίχως να ομολογήσω
πόσο πίστευα όσα έλεγε η καταιγίδα στο τραγούδι της
και ήσυχα έστρεψα την προσοχή μου σ’ αυτό που όντως γινόταν
–τόσο πολλά κυβικά μέτρα στη δεξαμενή μου, κόντρα
σ’ ένα λιονταρίσιο παλιό καλοκαίρι– κι έβαλα προτεραιότητες:
χιλιάδες έζησαν χωρίς αγάπη, αλλά κανείς χωρίς νερό.