Θεέ μου τι δεν μας περιμένει ακόμα.
Κάθομαι εδώ και βρέχομαι.
Βρέχει χωρίς να βρέχει
όπως όταν σκιά
μας επιστρέφει σώμα.
Θεέ μου τι δεν μας περιμένει ακόμα.
Κάθομαι εδώ και βρέχομαι.
Βρέχει χωρίς να βρέχει
όπως όταν σκιά
μας επιστρέφει σώμα.
Είμαι μόνος. Βραδιάζει. Τι να κάνω…
Τα χέρια μου είναι τόσο απελπισμένα!
Τα χέρια μου είναι τόσο κουρασμένα!
Τ’ αφήνω και γλιστρούν, αργά, στο πιάνο…
Παίζει το φως με το νερό, στην άκρη του γιαλού,
μα γω είμαι μόνος και μακριά – κι είναι η ψυχή μου αλλού·
κι ενώ στα γύρω φαίνεται χαμένη και δοσμένη,
με διπλωμένα τα φτερά, το δειλινό προσμένει.
Ο ξένος είναι πάντα ξένος
Μην το ξεχνάς
Κι αυτόν
Που σήμερα φιλία κιόλας κέρδισε
Πουλώντας σου φριχτές κοινοτυπίες
Για τον καιρό, για το κρασί
Την ομορφιά του τόπου
Μνήμη Γιώργου Μακρή
Έζησα κοντά στους ζωντανούς ανθρώπους
Κι αγάπησα τους ζωντανούς ανθρώπους
Έλα να ανταλλάξουμε κορμί και μοναξιά.
Να σου δώσω απόγνωση, να μην είσαι ζώο,
να μου δώσεις δύναμη, να μην είμαι ράκος∙
να σου δώσω συντριβή, να μην είσαι μούτρο,
να μου δώσεις χόβολη, να μην ξεπαγιάσω.
Κι όταν πεθάνουμε να μας θάψετε κοντά-κοντά για να μην τρέχουμε μέσα στη νύχτα να συναντηθούμε. Προσθήκη στα Αγαπημένα 1
Έπρεπε να ξεφύγω, αλλιώς ήμουν χαμένος, αλλά ο άγνωστος του σταθμού με περίμενε κιόλας στην άκρη του ταξιδιού μου. Ποιος άγνωστος; Ήμουν εγώ ο ίδιος νικημένος κι άνοιγα τις πόρτες στα σταματημένα βαγόνια κι έβγαινα απ’ την άλλη μεριά του ονείρου. Ω θλίψη, σε μάθαμε από παιδιά, σχεδόν πριν γνωρίσουμε τον κόσμο. Προσθήκη στα Αγαπημένα … Ανάγνωση ποιήματος