Και ’κείνη, αχ, η φωτιά, ’κεί που λογάριαζα ότι εσβήστη
από τον παγετό ή απ’ το χρόνο που όλα τα ξεκάνει,
ξανάναψε, και σε μαρτύρια την ψυχή μου βάνει.
Δεν είχαν όλες της οι σπίθες (τώρα βλέπω) σβήσει·
φυλάγαν μερικές τους τού πυρός το μετερίζι,
και τρέμω μην το λάθος τώρα πιο πολύ κοστίσει.
Χιλιάδες χύνω δάκρυα, και όλος μου ο νους δακρύζει·
τα μάτια μου και την καρδιά μου ο πόνος πλημμυρίζει.
Και σπίθες έχω ακόμα και ίσκα, και η φωτιά με φτάνει
αγριότερη από πριν, και στάχτη θέλει να με κάνει.
Μα τι φωτιά είναι τούτη –συλλογιέμαι– που δε σβήνει
απ’ τα ποτάμια των ματιών μου που της ρίχνει η θλίψη;
Αργά πολύ το νιώθω, μα ο έρως πλέον κατατείνει
ανάμεσα σε δύο αντίθετα να με συνθλίψει:
με κυνηγάει με δίχτυα από παντού – στα βάθη, στα ύψη.
Και σαν πιστέψω πως του ξέφυγα και δεν με πιάνει,
με της Μαδόννας την ωραία ειδή με συλλαμβάνει.
Petrarca, Quel foco ch’i’ pensai che fosse spento (μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής)