Τότε η γυναίκα με τ’ αβρά χείλη τα φραουλένια
σα φίδι από σε κάρβουνα άναφτα στριφογυρνώντας,
και μέσα στο στηθόδεσμο τα στήθια της ζουλώντας,
άφινε τέτοια να κυλούν λόγια μοσχομελένια:
-«Έχω τα χείλη εγώ υγρά, και ξέρω τρόπους, κάτι
που σβήνει θύμησες παλιές μέσ’ το βαθύ κρεβάτι.
Στεγνώνω όλα τα δάκρυα στα ορθά μου στήθια πάνω,
και να γελούνε σαν παιδιά τους γέρους εγώ κάνω.
Κ’ έχω γι’ αυτόν που θα με δει ολόγυμνη, τη χάρη.
να γίνουμαι ήλιος κι ουρανός κι αστέρια και φεγγάρι!
Και τόση, αγαπητέ σοφέ, γλύκα και τέχνη βάζω,
άντρα στα βελουδένια μου μπράτσα σαν αγκαλιάζω.
ή σα μου δίνουν δαγκωνιές στα στήθη μου τα ωραία, που
ντροπαλή κι αδιάντροπη, αδύναμη ή γενναία,
πάνω σ’ αυτά τα στρώματα τα ποθοπλανταγμένα,
θα ’κανα να κολάζουνται κ’ οι Άγγελοι για μένα!»
Και το μεδούλι ως βύζαξεν όλο απ’ τα κόκκαλά μου.
και λαγγεμένος έστρεψα σ’ εκείνη τη ματιά νευρόσπαστο
που σειόταν
και λες πως αίμα μέσα του πολύ προμηθευόταν.
κάτι ξεσκλείδια σκελετού τρέμανε τιποτένια,
που τρίζανε στριγγά καθώς ανεμοδουρα, μόνα,
ήσαν ταμπέλα κρεμαστή σε βέργα σιδερένια
που την κουνούν οι αγέριδες στις νύχτες του χειμώνα.
Charles Baudelaire, Les Métamorphoses du vampire