Η Αγάπη του Βικέντιου (Φρειδερίκος Μιστράλ, μετάφραση: Καρυωτάκης)

Λέει: Σ’ αγαπώ· δεν τρώω, δεν πίνω…
Μιρέγια, ιδέ το χόρτο εκείνο
που το ζυγώνουν τα κύματα τώρα.
Φυτρώνει στα ρηχά νερά,
δυο μόνο ανθάκια έχει μικρά
κι είναι, Μιρέγια, μια χαρά.
Όμως αν έρθει της αγάπης η ώρα,

το ένα το λούλουδο μονάχο
θα πάει κοντά σε κάποιο βράχο
τα πέταλα στον ήλιο για ν’ απλώσει.
Και βλέποντας το έτσι λαμπρό,
τ’ άλλο λουλούδι ερωτικό
κάνει ν’ ανέβει απ’ το βυθό,
ένα φιλί στο ταίρι του να δώσει.

Πάνου στο βράχο για να φτάσει
και στην αγάπη, ώσπου να σπάσει
το τρυφερό κλωνάρι του τεντώνει,
κι όταν ελεύτερο βρεθεί,
νεκρό κι ωραίο θε να συρθεί,
τ’ άλλο για να ‘βρει. Ένα φιλί,
Μιρέγια, κι ας πεθάνω! Είμαστε μόνοι.

Σχόλια