Εγώ είμαι ο σκοτεινός, ο χήρος, ο απαρήγορος
ο δίχως πύργο πρίγκιψ της Ακουιτανίας.
Το μόνο αστέρι μου νεκρό, και στο έναστρο λαγούτο μου
προβάλλει ο μαύρος ήλιος της Μελαγχολίας.
Στον τάφο εσύ, παρηγοριά μου, το Παυσίλυπο
φέρε μου πάλι και της Ιταλίας το κύμα,
το άνθος που τόσο με ηρεμούσε εμέ περίλυπο,
τη δράνα όπου το ρόδο σμίγει με το κλήμα.
Είμαι Έρως; Φοίβος; Λουζινιάν; Μπιρόν;
Απ’ το φιλί της ρήγισσας ακόμη είναι ερυθρό το μέτωπο μου.
Μες στη σπηλιά που κολυμπά η Σειρήνα εγώ ονειρευθεί
και δυο φορές θριαμβευτής πέρασα τον Αχέροντα,
τονίζοντας στην ορφική μου λύρα τους καημούς
κάποιας αγίας και μιας νεράιδας τους λυγμούς.
Gérard De Nerval, El Desdichado