Όλα δουλεύουν στην πλάση. Για δες: τα μελίσσια βουίζουν,
απ’ τις φωλιές τους οι σάλιαγκοι βγήκαν· στρουθιά φτερουγίζουν.
Kαι να που κι ο γέρος χειμώνας κι αυτός στο γαλάζιο του απείρου
έχει στα μάτια του, κάτι σαν φως ανοιξιάτικου ονείρου.
Mόνος εγώ μέσα σ’ όλα με δίχως δουλειά τριγυρνάω,
κι ούτ’ αγαπώ, κι ούτε μέλι τρυγώ, κι ούτε πια τραγουδάω.
Kι όμως γνωρίζω κάτι άγνωστους όχτους που αμάραντ’ ανθίζουν,
ξέρω κρυμμένες πηγές που το νέκταρ σε ρυάκια σκορπίζουν.
Για άλλους αμάραντ’, αλίμονο γι’ άλλους αν θέλετ’ ανθίστε·
όχι! για με μην ανθίστε. Mακριά μου ρυάκια κυλήστε·
μ’ έν’ αστεφάνωτο μέτωπο φεύγω, με χείλη φρυγμένα,
κι αν με ρωτάς ποιος με πνίγει καημός, άκου τούτο από μένα:
δίχως ελπίδα η δουλειά νέκταρ μέσα σε κόσκινο χύνει,
και δίχως κάποιο σκοπό η ελπίδα δε ζει μήτ’ εκείνη.