Τίγρη, τίγρη, που καις λαμπρά στα
δάση της νύκτας.
Ποιο αθάνατο χέρι ή μάτι σχεδίασε
την τρομερή σου συμμετρία;
[…]
Όταν τα άστρα έριχναν κάτω στη γη
τα φωτεινά τους ξίφη και έβρεχαν
τους ουρανούς με τα δάκρυά τους,
Χαμογελούσε Εκείνος, που έβλεπε το έργο του;
Εκείνος που έκανε το πρόβατο, έκανε κι εσένα;
Τίγρη, τίγρη, που καις λαμπρά στα δάση της νύκτας
Ποιο αθάνατο χέρι ή μάτι σχεδίασε
την τρομερή σου συμμετρία!