Καημός αλήθεια να περνώ
του έρωτα πάλι το στενό,
ώσπου να πέσει η σκοτεινιά
μια μέρα του θανάτου…
Στενό βαθύ και θλιβερό,
που θα θυμάμαι για καιρό,
– τι μου στοιχίζει στην καρδιά
το ξαναπέρασμά του;
Ας είναι, ωστόσο, – τι ωφελεί;
Γυρεύω πάντα το φιλί,
στερνό φιλί, πρώτο φιλί
και με λαχτάρα πόση!
Γυρεύω πάντα το φιλί
που μου το τάξανε πολλοί,
κι όμως δεν μπόρεσε κανείς
ποτέ να μου το δώσει…
Ίσως μια μέρα, όταν χαθώ,
γυρνώντας πάλι στο βυθό
και με τη νύχτα μυστικά,
γίνουμε πάλι ταίρι,
αυτό το ανεύρετο φιλί,
που το λαχτάρησα πολύ,
– σα μια παλιά της οφειλή
– να μου το ξαναφέρει…