Ο βοριάς πλαταγίζοντας ξεδιπλώνει σημαίες,
παραμονεύουν τέρατα στους δρόμους,
έχει σκεπάσει η θάλασσα τις προκυμαίες·
το παραμύθι ξαναζεί με τους γλυκούς του τρόμους.
Λαχτάριζα την ώρα αυτή μήνες, μέρα τη μέρα —
την κλειστή κάμαρη, τη λάμπα την αγαπημένη.
Ανάλλαγη, σαν είκοσι χρονών, είναι η μητέρα·
τα μάτια της χαμογελούν, το στόμα της σωπαίνει.
Ήμουν θλιμμένος, άρρωστος, χωρίς χαρά κι ελπίδα,
περιπλανήθηκα στη γη, χρόνια πολλά, πολλά…
Μα απόψε απ’ τα ταξίδια μου γύρισα στην πατρίδα
και βρήκα τη μητέρα που χαμογελά.
Είναι όλα πάλι γνώριμα μες στο σπιτίσιο βράδυ:
Η κάμαρη, τα πράματα, το φως και το σκοτάδι.
Φωνάζει απ’ έξω ο άνεμος με τα χίλια του στόματα
ονόματα κι ονόματα…
Μα κι η βροχή μού φαίνεται σα ν’ απαγγέλλει στίχους,
παράλληλη και ρυθμική καθώς πέφτει στη γης.
Είμαι καλά στους τέσσερις της κάμαρής μου τοίχους:
Έφτασα στο λιμάνι της στοργής.
Όλα τα βάσανα των ανθρώπων οφείλονται σε ένα και μόνο πράγμα, τουτέστιν, την ανικανότητά τους να μείνουν ήσυχοι σε ένα δωμάτιο.
— Μπλεζ Πασκάλ, Σκέψεις