«– Όμορφό μου σκυλάκι, καλό μου σκυλάκι, αγαπημένο μου ζουζουνάκι, πλησίασε κι έλα να οσμιστείς ένα εξαίσιο μύρο που αγόρασα από τον καλύτερο μέσα στην πόλη μυροπώλη.»
Και το σκυλί, κουνώντας την ουρά, κάτι που είναι, πιστεύω, σε τούτα τ’ άμοιρα πλάσματα, κάτι αντίστοιχο του γέλιου και του μειδιάματος, πλησιάζει και ακουμπά με περιέργεια την νοτερή μουσούδα του στο αποσφραγισμένο φιαλίδιο· τότε, πισωπατώντας ξαφνικά με τρόμο, μου γαβγίζει, λες, επιτιμώντας με.
«– Α, άθλιο σκυλί, αν σου ’χα προσφέρει ένα πακέτο με σκατά, θα τα οσμιζόσουν σαν να ’ταν λιχουδιά και θα τα είχες ίσως, μάλιστα, αμέσως χάψει. Ακόμα κι εσύ, ανάξιε σύντροφε της θλιβερής ζωής μου, μοιάζεις σ’ αυτό με το κοινό, που όταν του παρουσιάζεις αρώματα λεπτά απελπίζεται, αφού τις καλοδιαλεγμένες ξέρει μόνο να εκτιμά κουράδες.»