Ποια χείλη φίλησαν τα χείλη μου, και πότε, και γιατί,
Έχω ξεχάσει, και ποια χέρια απλώθηκαν
Ως το πρωί κάτω απ’ την πλάτη μου∙ αλλά η βροχή
Φαντάσματα γεμάτη απόψε, που χτυπούν κι αναστενάζουν
Πάνω στο τζάμι περιμένοντας μια απάντηση,
Και στην καρδιά μου ανασαλεύει ησύχως ένας πόνος
Για νέους πια λησμονημένους που δεν πρόκειται
Να ‘ρθούν ξανά μ’ ένα λυγμό κοντά μου τα μεσάνυχτα.
Γι’ αυτό ένα δέντρο στέκεται μες στο χειμώνα μόνο,
Κι ούτε που ξέρει ποια πουλιά χαθήκαν ένα ένα,
Μονάχα ακούει τις φυλλωσιές πιο σιωπηλές από τα πριν:
Αδυνατώ να πω ποιοι έρωτες με βρήκανε και φύγαν,
Γνωρίζω μόνο μέσα μου του θέρους το τραγούδι
Για λίγο μού τραγούδησε, και τώρα πια σιωπή.