Μη λείψεις καν μια μέρα μακριά μου, γιατί να,
πώς να το πω, μου ‘ναι μεγάλη η μέρα,
και θα σε περιμένω σαν στους σταθμούς εκείνους
που σε κάποια γωνιά τους πήρ’ ο ύπνος τα τρένα.
Μη φύγεις καν για μια ώρα γιατί τότε
σ’ αυτήν την ώρα σμίγουν οι στάλες της αγρύπνιας
κι ο καπνός που γυρεύει να ‘βρει σπίτι ίσως έρθει
να σκοτώσει ως και την καρδιά μου τη χαμένη.
Μην τσακιστεί η σιλουέτα σου στην άμμο,
στην απουσία τα βλέφαρά σου μην πετάξουν:
μη φύγεις καν για ένα λεπτό, ακριβή μου,
γιατί σ’ εκείνο το λεπτό θα ξεμακρύνεις τόσο
που άνω κάτω τον κόσμο θα κάνω εγώ ρωτώντας
αν θα γυρίσεις ή αν θ’ αφήσεις να πεθάνω.