Αφού για κείνον δεν γινόταν να σταθώ
έκανε ο Θάνατος για χάρη μου μια στάση –
μόνο για Μας είχε τ’ Αμάξι του ετοιμάσει
και την Αθανασία.
Αργά πηγαίναμε – χωρίς βιάση καμία.
Κι εγώ στην τόση του αβρότητα μπροστά
άφησα κατά μέρος κάθε ανεμελιά
και κάθε μου εργασία.
Κήπους περάσαμε, χωράφια έξω στη φύση
–τον ουρανό τα στάχυα αγέρωχα αγναντεύαν–
σχολειά περάσαμε –τ’ αγόρια πώς παλεύαν–
του Ήλιου τη νέα τη Δύση
ή μάλλον μας προσπέρασε εκείνη.
Τρέμιζε η πάχνη η παγερή στο δειλινό,
τούλι με τύλιγε, μ’ έναν ιστό απαλό
μι’ αράχνη μ’ είχε ντύσει.
Φτάσαμε τέλος σ’ ένα δώμα χαμηλό
που δεν ξεχώριζε σχεδόν από τη γη –
γυμνό ένα πρόστεγο, μια ταπεινή σκεπή
τον λάκκο εκεί σκεπάζουν.
Μυριάδες χρόνια πέρασαν – μα λίγα μοιάζουν
εμπρός σ’ εκείνη την Ημέρα που νοερά
προς την Αιωνιότητα είδα, πρώτη μου φορά,
τ’ Άλογα να καλπάζουν.